- εὐκοίλιος
- εὐκοίλιοςeasing the bowelsmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευκοίλιος — α, ο (ΑΜ εὐκοίλιος, ον) αυτός που διευκολύνει την κένωση τής κοιλιάς, ο ενεργητικός, ο εκκενωτικός, ο υπακτικός (α. «ευκοίλια φάρμακα» β. «τι δυσκοίλιον ἤ εὐκοίλιον», Πλούτ.) νεοελλ. 1. αυτός που έχει την κοιλιά εύκολη στις κενώσεις, ο εύκολος… … Dictionary of Greek
ευκοίλιος — α, ο 1. για φάρμακα, αυτός που διευκολύνει την κένωση. 2. για ανθρώπους και ζώα, αυτός που δε δυσκολεύεται στην κένωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐκοιλιώτερον — εὐκοίλιος easing the bowels masc acc comp sg εὐκοίλιος easing the bowels neut nom/voc/acc comp sg εὐκοίλιος easing the bowels adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκοίλιον — εὐκοίλιος easing the bowels masc/fem acc sg εὐκοίλιος easing the bowels neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκοιλιώτερα — εὐκοίλιος easing the bowels neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκοιλίου — εὐκοίλιος easing the bowels masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκοιλίους — εὐκοίλιος easing the bowels masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκοιλίων — εὐκοίλιος easing the bowels masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκοίλια — εὐκοίλιος easing the bowels neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκοίλιοι — εὐκοίλιος easing the bowels masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)